yeoman

Προφορά της λέξης:  US [ˈjoʊmən] UK [ˈjəʊmən]
  • n.Γεωργός (παλαιά Ελλάδα), (Ναυτικό), Yeoman
  • WebFreeman? Yeoman? Yeoman
n.
1.
αξιωματικός στο U. S. Ναυτικού που εργάζεται ως γραμματέας
2.
μια παλαιά λέξη για έναν άνθρωπο που ανήκει η γη που εργάστηκε σε
n.
1.
2.