- n.Έγγραφη εντολή
- v.«Γράψτε» αόριστο και την μετοχή αορίστου
- WebΠράξης· μέσα· κλήτευση
v. | 1. < αρχαϊκή > το παρελθόν τεταμένη και ξεβοτανίζω εγγραφής2. παλιό μορφή της "γραπτή" |
n. | 1. επίσημο έγγραφο που λέει κάποιος να κάνει κάτι ή να σταματήσουμε να κάνουμε κάτι |
-
Αγγλική λέξη writ δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε writ, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
e - irtw
l - write
p - twirl
s - twirp
-
Όλα μικρότερη αγγλικές λέξεις εντός writ :
it ti wit - Λίστα όλα μικρότερη αγγλικών λέξεων σε writ.
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με writ, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν writ ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με writ
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : w writ r it t
- Βασίζεται σε writ, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: wr ri it
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με writ από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με writ :
writable writerly writhers writhing writings writers writhed writhen writher writhes writing written writer writes writhe write writs writ -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν writ :
cowriter cowrites cowrite handwrit miswrite miswrit outwrite outwrit rewriter rewrites rewrite skywrite writable writerly writhers writhing writings writers writhed writhen writher writhes writing written writer writes writhe write writs writ -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με writ :
handwrit miswrit outwrit writ