writ

Προφορά της λέξης:  US [rɪt] UK [rɪt]
  • n.Έγγραφη εντολή
  • v.«Γράψτε» αόριστο και την μετοχή αορίστου
  • WebΠράξης· μέσα· κλήτευση
v.
1.
< αρχαϊκή > το παρελθόν τεταμένη και ξεβοτανίζω εγγραφής
2.
παλιό μορφή της "γραπτή"
n.
1.
επίσημο έγγραφο που λέει κάποιος να κάνει κάτι ή να σταματήσουμε να κάνουμε κάτι
v.
1.
2.
an old form of  written” 
n.