- adj.Ξηρό
- WebΓριά? μαραμένες? ξηρό
adj. | 1. παλιά και με πολλή wrinkleslines στο δέρμα |
na. | 1. Η παραλλαγή του wizen |
-
Αγγλική λέξη wizened δεν μπορεί να γίνει.
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
-
Όλα μικρότερη αγγλικές λέξεις εντός wizened :
de dee den dene deni dew die diene din dine dizen dwine ed eide en end ewe id in ne nee need new newie nide we wed wee weed ween wen wend wide widen win wind wine wined winze wiz wizen zed zee zein zin - Λίστα όλα μικρότερη αγγλικών λέξεων σε wizened.
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με wizened, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν wizened ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με wizened
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : w wi wiz wizen wizened e en ne e ed
- Βασίζεται σε wizened, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: wi iz ze en ne ed
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με wizened από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με wizened :
wizened -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν wizened :
wizened -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με wizened :
wizened