wizened

Προφορά της λέξης:  US [ˈwɪz(ə)nd] UK ['wɪz(ə)nd]
  • adj.Ξηρό
  • WebΓριά? μαραμένες? ξηρό
adj.
1.
παλιά και με πολλή wrinkleslines στο δέρμα
na.
1.
Η παραλλαγή του wizen
adj.
na.