- n.Μάγισσα? προσβολές (αηδιαστικό) παλιό μάγισσα γυναίκα? ελκυστικές γυναίκες
- v.Μαγεία
- WebΜαγεία? ελκυστική? μαγεία
n. | 1. νέα, ιδιαίτερα μια γυναίκα, που υποτίθεται ότι έχουν μαγικές ή θαύμα-εργασίας εξουσίες2. λέξη < επίθεση > ένα προσβλητικό για μια δυσάρεστη ηλικιωμένη γυναίκα3. SB. που είναι υπό διωγμό4. < μιλήσει > μια γυναίκα που είναι ελκυστική και μαγευτικό |
v. | 1. να προκαλέσει ή να αλλάξετε sth. με τη χρησιμοποίηση του το δήθεν μαγικές δυνάμεις της μαγείας |
-
Αγγλική λέξη witching δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε witching, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - switching
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το witching, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με witching, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν witching ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με witching
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : w wi wit witch witching it itch t tc ch chi chin h hi hin in g
- Βασίζεται σε witching, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: wi it tc ch hi in ng
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με witching από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με witching :
witching -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν witching :
witching -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με witching :
witching