windway

Προφορά της λέξης:  US ['wɪndˌweɪ] UK ['wɪndweɪ]
  • un.Αεραγωγού
  • WebΕκκίνηση πάρκο
n.
1.
ένα άνοιγμα ή πέρασμα επιτρέποντας αέρα μέσω, π. χ. ένα άξονα εξαερισμού σε ορυχείο