winched

Προφορά της λέξης:  US [wɪntʃ] UK [wɪntʃ]
  • n.Βαρούλκο και μανιβέλα
  • v.Βαρούλκο ρυμούλκησης
  • WebΕργατών? Παλάγκα? μηχανή στρέψης
n.
1.
ένα κομμάτι του εξοπλισμού που χρησιμοποιεί ένα σχοινί ή την αλυσίδα για την ανύψωση ή τράβηγμα πράγματα ή άτομα
v.
1.
να άρει κάποιος ή κάτι χρησιμοποιώντας ένα βαρούλκο