whilst

Προφορά της λέξης:  US [hwaɪlst] UK [waɪlst]
  • conj.Με τον βρετανικό, "ενώ"
  • n.Με το παλιό «την στιγμή»
  • WebΕνώ με το... Εν τω μεταξύ, όταν... Όταν
conj.
1.
< BrE > ίδια ως ενώ
2.
ενώ
n.
1.
< αρχαϊκή > ίδια ως η στιγμή
conj.
1.
<<>  Same as while 
2.
n.
1.
<<>  Same as the while