wesleyan

  • adj.(Προτεσταντικός Χριστιανός ιδρυτής Wesley) Wesley
  • n.Βρετανική Μεθοδιστές πιστών
  • WebWeisiliyang? Weisilian? Weisilian
adj.
1.
βάση, που αποτελούνται από, ή μοιάζοντας με τις διδασκαλίες, πρακτικές, και πεποιθήσεις του η χριστιανική ιεροκήρυκας John Wesley και ο αδελφός του Καρόλου, ή του Methodism.
n.
1.
ένας οπαδός του η χριστιανική ιεροκήρυκας John Wesley και ο αδελφός του Καρόλου, ή ένας πιστός σε διδασκαλίες τους ή όσοι από μεθοδισμός
  • Αναδιάταξη αγγλική λέξη: wesleyan
  • Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
  • Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το wesleyan, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
  • Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων  Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με wesleyan, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν wesleyan ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με wesleyan
  • Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του :  w  we  e  es  s  ley  e  ey  y  ya  yan  a  an
  • Βασίζεται σε wesleyan, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
  • Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων:  we  es  sl  le  ey  ya  an
  • Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με wesleyan από το επόμενο γράμμα
  • Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με wesleyan :
    wesleyan 
  • Αγγλικές λέξεις που περιέχουν wesleyan :
    wesleyan 
  • Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με wesleyan :
    wesleyan