weeping

Προφορά της λέξης:  US [ˈwipɪŋ] UK [ˈwiːpɪŋ]
  • adj.Ταλαντευόμενος κλάδους
  • v."Κλαίω," η μετοχή ενεστώτα
  • WebΚραυγή? Επανέλαβε την κραυγή? Διαρροής
n.
1.
η πράξη ή ήχο του κάποιος κλαίει
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του κλαίω