weeklong

Προφορά της λέξης:  US [ˈwikˌlɔŋ] UK [ˌwiːkˈlɒŋ]
  • adj.Για μία εβδομάδα
  • n.Για μία εβδομάδα
  • WebΜια εβδομάδα-μακρά
adj.
1.
διάρκειας για μια εβδομάδα
adj.
1.