weakly

Προφορά της λέξης:  US [ˈwikli] UK [ˈwiːkli]
  • adv.Αδύναμα? αδυναμία? αδυναμία? ψυχρά
  • adj.Αδύναμη? αδύναμη
  • WebΑδύναμη? αδύναμη? μαλακό"
adv.
1.
χωρίς πολλή δύναμη ή την ισχύ
adv.