wainwright

Προφορά της λέξης:  US ['weɪnˌraɪt] UK ['weɪnraɪt]
  • n.Κατασκευαστής καλάθι (τέσσερις τροχούς)
  • WebWainwright? Weienlaite? Wainwright
n.
1.
κάποιος που κάνει και που επισκευάζει βαγόνια