varve

Προφορά της λέξης:  UK [vɑːv]
  • n."Di" varves
  • WebVarve? μουσώνας λάσπη ή άργιλος λίθων εξ ετήσια διακύμανση σκίαση εναλλασσόμενα στρώματα
n.
1.
ένα στρώμα ή σειρά των στρωμάτων των ιζημάτων που κατατίθενται κάθε χρόνο σε ένα ακόμα σώμα του νερού, π. χ. από έναν παγετώνα.