vapid

Προφορά της λέξης:  US [ˈvæpɪd] UK ['væpɪd]
  • adj.Βαρετό και βαρετό, ηλίθια
  • WebΕντελώς πληκτικός? θαμπό βαρετό? βαρετό
adj.
1.
παρουσιάζει κανένα σημάδι της νοημοσύνης ή φαντασία, και ως εκ τούτου πολύ βαρετό