unforced

Προφορά της λέξης:  US [ʌn'fɔ:rst] UK [ʌn'fɔ:st]
  • adj.(Fault) προκάλεσε μόνοι τους. Φυσικό? Εύκολα? Αβίαστη
  • WebΜην αναγκάστε? Εθελοντική. Μη-αναγκαστική
adj.
1.
αυθόρμητη και φυσικό
2.
δεν προκύπτουν από εξαναγκασμό, αφόρητες πιέσεις ή έναν αντίπαλο» s ανώτερη ικανότητα