unfledged

Προφορά της λέξης:  US [ʌn'fledʒd] UK ['ʌn'fledʒd]
  • adj.Χωρίς φτερά? Παλιόπαιδο
  • WebΑνώριμα? Γενέσει? Ανώριμα
adj.
1.
περιγράφει ένα νεαρό πουλί που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τα φτερά που απαιτούνται για την πτήση
2.
νέοι και άπειροι