unendurable

Προφορά της λέξης:  US [ˌʌnɪnˈdʊrəb(ə)l] UK [ˌʌnɪnˈdjʊərəb(ə)l]
  • adj.Αφόρητη. Αφόρητη
  • WebΑφόρητος. Δεν είναι ανεκτή, Αφόρητη
adj.
1.
πάρα πολύ δυσάρεστη και επώδυνη να φέρουν
adj.