uncorrected

Προφορά της λέξης:  US [ˌʌnkə'rektɪd] UK ['ʌnkə'rektɪd]
  • adj.Χωρίς το σωστό? Το μη τροποποιημένο? Δεν καταδίκασε? Τη μη διορθωμένη
  • WebΜη διορθωθείσα? Χωρίς πειθαρχία? Μη διορθωθείσα