unchained

Προφορά της λέξης:  US [ʌn'tʃeɪnd] UK [ʌn'tʃeɪnd]
  • v.Να δώσει ανύψωσης αλυσίδες? Απελευθέρωση
  • WebΥλικών· Αποδεσμευμένη? Τολμηρή
v.
1.
να απογειωθεί το αλυσίδα ή αλυσίδες κατέχουν άνθρωπος ή ζώο
2.
να πάρει μαζί τα όρια, τους ελέγχους, ή περιορισμοί που ισχύουν για κάτι ή κάποιος