unbridgeable

Προφορά της λέξης:  US [ʌnˈbrɪdʒəb(ə)l] UK [ʌn'brɪdʒəb(ə)l]
  • adj.Δεν μπορούμε να κλείσουμε (διαφορές, γνώμες, κλπ)? Δυνατή η επικοινωνία
  • WebΑνυπέρβλητο έργο. Δεν μπορεί να ξεπεραστεί; Αγεφύρωτο
adj.
1.
χρησιμοποιείται για την περιγραφή των προβλημάτων ή διαφορών μεταξύ των ανθρώπων που είναι τόσο μεγάλη ότι θα ποτέ να λυθεί ή τησαν