- adj.Αλεύκαστο
- WebΒασικά χρώματα? Η ΧΛΩΡΙΝΗ? Αλεύρι αλεύκαστα ψωμί
adj. | 1. δεν γίνεται λευκότερο από χημική επεξεργασία |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: unbleached
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το unbleached, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με unbleached, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν unbleached ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με unbleached
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : un b bleach bleached lea leach leached e each a ach ache ached ch che h he e ed
- Βασίζεται σε unbleached, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: un nb bl le ea ac ch he ed
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με unbleached από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με unbleached :
unbleached -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν unbleached :
unbleached -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με unbleached :
unbleached