twofold

Προφορά της λέξης:  US [ˈtuˌfoʊld] UK [ˈtuːˌfəʊld]
  • adj.Αποτελείται από δύο µέρη. δύο μέρη· δύο φορές
  • adv.Σε δύο μέρη· δύο φορές
  • WebΔιπλό? διπλό? διπλό
adj.
1.
διπλάσια, ή διπλάσιο αριθμό
2.
αποτελείται από δύο μέρη
adv.
1.
από δύο φορές το ποσό
adj.
adv.