treading

Προφορά της λέξης:  US [tred] UK [tred]
  • v.Βήμα? επ? μακριά? θρυμματισμένα
  • n.Πέλμα? βάδιση; χνάρια, (αρσενικό) ζευγάρωμα
  • WebΒήμα βήμα δράση· βήμα κατά παράβαση
ambulate foot (it) hoof (it) leg (it) pad step traipse walk
v.
1.
να περπατήσετε ή να βήμα για κάτι? να πατήσετε ή να συνθλίψει κάτι στο πάτωμα ή το έδαφος όταν περπατάτε
2.
Αν κάποιος πέλματα σταφύλια, αυτοί θρυμματίζετε με τα πόδια τους για να κάνουν το κρασί
n.
1.
το μοτίβο των γραμμών στο κάτω μέρος του ένα παπούτσι
2.
το μέρος της ένα ελαστικό που αγγίζει το δρόμο
3.
ο ήχος που κάποιος κάνει όταν περπατούν