trashed

Προφορά της λέξης:  US [træʃt] UK [træʃt]
  • v.«Σκουπίδια»-Παρελθοντικός και την προηγούμενη μετοχή
  • WebΜπλοκ ελέγχου αποθήκευσης αποβλήτων καταστράφηκαν? σκουπίδια
adj.
1.
πολύ μεθυσμένος
2.
καταστράφηκαν ή σοβαρές ζημιές
v.
1.
Το παρελθόν τεταμένη και ξεβοτανίζω, σκουπίδια