transitional

Προφορά της λέξης:  US [trænˈzɪʃən(ə)l] UK [trænˈzɪʃ(ə)nəl]
  • adj.Η αλλαγή? Η κλίση του? Των μεταβολών· Μεταφορά
  • n.Μετάβαση των μονοπύρηνων κυττάρων λευκό
  • WebΗ μεταβατική περίοδο. Μεταβατική τύπου· Αλλαγή
adj.
1.
προσωρινή, ή στη διαδικασία της αλλαγής από μία κατάσταση, μορφή ή κατάσταση σε άλλη