tochered

  • n.Ελληνικά Προικός-Λευκά είδη
  • WebΥποστήριξη Fletcher
n.
1.
μια νύφη» s προίκα
v.
1.
να δώσω κάτι ως προίκα
n.
1.
a bride' s dowry 
v.