theologians

Προφορά της λέξης:  US [ˌθiəˈloʊdʒən] UK [ˌθiːəˈləʊdʒiən]
  • n.Θεολόγοι
  • WebΘεολόγος? Κακή θεολογία? Ο Θεολόγος
n.
1.
κάποιος που μελετά ο Θεός και θρησκεία