testifying

Προφορά της λέξης:  US [ˈtestɪˌfaɪ] UK [ˈtestɪfaɪ]
  • v.Πιστοποιητικό· (Ειδικά δικαστήριο) να καταθέσει? Επιβεβαιωθεί η εμφάνισή της· Μάρτυρας (την ύπαρξη του Θεού)
v.
1.
να προβεί σε δήλωση σχετικά με κάτι που είδε, γνωρίζετε, ή έμπειρο, συνήθως στο δικαστήριο
2.
να παρέχει απόδειξη ότι κάτι υπάρχει, είτε είναι αλήθεια