terrify

Προφορά της λέξης:  US [ˈterəˌfaɪ] UK [ˈterəfaɪ]
  • v.Φόβος πολύ φοβισμένος? σοκ
  • WebΑπειλή τρόμου? τρομάξει
v.
1.
να κάνει κάποιος πολύ φοβισμένο