temping

Προφορά της λέξης:  US [temp] UK [temp]
  • n.Οι προσωρινά απασχολούμενοι
  • v.Τεχνίτης για εξωτερικές εργασίες
  • WebΕργάζεται ως temp και σκλήρυνση μεταχείριση
n.
1.
μια προσωρινή γραφείο εργαζόμενος
v.
1.
να εργαστεί ως temp
n.
v.
1.
to work as a temp