teammates

Προφορά της λέξης:  US [ˈtimˌmeɪt] UK [ˈtiːmˌmeɪt]
  • na.Ομάδα
  • WebΟμάδα-mate? Αγάπη τους συμπαίκτες. Να παρακολουθήσετε μόνο συμπαίκτες
n.
1.
κάποιον που είναι στην ίδια ομάδα όπως εσείς
n.
1.