syphilitic

Προφορά της λέξης:  US [sifiˈlitik] UK [ˌsɪfɪ'lɪtɪk]
  • adj.Η "ασθένεια" της σύφιλης? Σύφιλη
  • n.Ασθενείς με σύφιλη
  • WebΣύφιλη? Ασθενείς με σύφιλη? Της neurosyphilis
adj.
1.
[Ασθένεια] που αφορούν, που προκαλείται από, ή να επηρεάζονται από σύφιλη
n.
1.
κάποιος που έχει σύφιλη
adj.
1.
[Disease] relating to, caused by, or affected by syphilis 
n.