supervisions

Προφορά της λέξης:  US [ˌsupərˈvɪʒ(ə)n] UK [ˌsuːpə(r)ˈvɪʒ(ə)n]
  • n.Επιτήρηση· Διαχείριση
  • WebΕποπτεία της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας? Επιβλέπων μονάδα· Επίβλεψη διπλωματικής εργασίας
n.
1.
η διαδικασία εποπτείας κάποιος ή κάτι