sucking

Προφορά της λέξης:  US ['sʌkɪŋ] UK ['sʌkɪŋ]
  • adj.Πιπίλισμα? Πιπίλισμα
  • v.«Πιπιλίζουν,"η μετοχή ενεστώτα
  • WebΠιπίλισμα? Πιπίλισμα μέθοδο· Πιπίλισμα
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του πιπιλίζουν