subsoil

Προφορά της λέξης:  US [ˈsʌbˌsɔɪl] UK ['sʌb.sɔɪl]
  • n.Το υπέδαφος?
  • v.Βαθιά άρωση
  • WebΥπεδάφους- ιδρυμάτων· κάτω χώμα Ίδρυμα
n.
1.
το στρώμα του εδάφους κάτω από το κορυφαίο στρώμα
n.