subscriber

Προφορά της λέξης:  US [səbˈskraɪbər] UK [səbˈskraɪbə(r)]
  • n.Χρήστες? Συνδρομητές· Τακτική χορηγών. Οι καταναλωτές
  • WebΣυνδρομητής? Συμβαλλόμενα μέρη; Δωρητές
n.
1.
Όποιος προσφέρει χρήματα προκειμένου να λάβουν κάτι τακτικά, αντίγραφα για παράδειγμα μια εφημερίδα ή περιοδικό ή μια υπηρεσία
2.
κάποιος που υπογράφει το όνομά τους σε ένα έγγραφο
  • He was a subscriber..to The Freewoman.
    Πηγή: V. Glendinning