stoa

Προφορά της λέξης:  UK ['stəʊə]
  • n.Arcade (ναός αρχαία Ελλάδα)
  • WebΗ κιονοστοιχία? Αξιολόγηση επιστηµονικών και τεχνικών επιλογών? στωικός
n.
1.
στην αρχαία Ελλάδα, ενός σκεπαστού διαδρόμου, συνήθως με μια σειρά από στήλες από τη μία πλευρά και έναν τοίχο από την άλλη