smirching

  • n.Λεκέ; Λεκέ (για, κατόπιν)
  • v.Ζημία (Επίτιμος)
  • WebΜόλυνσης. Μόλυναν? Βρώμικο
v.
1.
να βλάψει κάποιον «s ή κάτι «s φήμη ή καλό όνομα
2.
να κάνει κάτι βρώμικο από το λέρωμα ή λέκιασμα
n.
1.
ένα βρώμικο λεκέ ή Παπανικολάου
2.
κάτι που βλάπτει τη φήμη
v.
1.
to damage somebody' s or something' s reputation or good name 
n.