- n.Λεκέ; Λεκέ (για, κατόπιν)
- v.Ζημία (Επίτιμος)
- WebΜόλυνσης. Μόλυναν? Βρώμικο
v. | 1. να βλάψει κάποιον «s ή κάτι «s φήμη ή καλό όνομα2. να κάνει κάτι βρώμικο από το λέρωμα ή λέκιασμα |
n. | 1. ένα βρώμικο λεκέ ή Παπανικολάου2. κάτι που βλάπτει τη φήμη |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: smirching
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το smirching, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με smirching, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν smirching ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με smirching
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : s smirch m mi mir r ch chi chin h hi hin in g
- Βασίζεται σε smirching, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: sm mi ir rc ch hi in ng
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με smirching από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με smirching :
smirching -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν smirching :
besmirching smirching -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με smirching :
besmirching smirching