sleepier

Προφορά της λέξης:  US [ˈslipi] UK [ˈsliːpi]
  • adj.Sleepy? ύπνου? ήσυχο? και άκεφος
  • WebSleepy? ύπνου? το κουρασμένο
adj.
1.
αίσθημα κόπωσης και που θέλει να κοιμηθεί
2.
ένα νυσταλέο μέρος είναι πολύ ήσυχη και δεν έχει αρκετή δραστηριότητα