sledges

Προφορά της λέξης:  US [sledʒ] UK [sledʒ]
  • n.Το έλκηθρο? Βρετανοί (αποστολή κρατουμένων στο θάνατο) κάθισμα έλκηθρο
  • v.Sledged? πάει με έλκηθρο
n.
1.
ένα έλκηθρο
v.
1.
να οδηγούν σε ένα έλκηθρο
na.
1.
Ίδιο με Βαριοπούλα
n.
1.
a sled 
v.
1.
to ride on a sled 
na.