sickened

Προφορά της λέξης:  US [ˈsɪkənd] UK ['sɪkənd]
  • v."Αρρωσταίνω" αόριστο και την μετοχή αορίστου
  • WebΝαυτία ναυτία
gross out nauseate put off repel repulse revolt disgust turn off
adj.
1.
σοκαρισμένος και το αίσθημα αρκετά άρρωστοι λόγω κάτι δυσάρεστο
v.
1.
Το παρελθόν τεταμένη και ξεβοτανίζω sicken