serviceman

Προφορά της λέξης:  US [ˈsɜrvɪsmən] UK [ˈsɜː(r)vɪsmən]
  • n.Στρατιώτης (αρσενικά και θηλυκά)
  • WebΠροσωπικό συντήρησης? Ενεργό στρατιωτικό προσωπικό? Αρσενικό στρατιώτες
n.
1.
ένας άνθρωπος που είναι μέλος των ενόπλων δυνάμεων
n.
1.