segued

Προφορά της λέξης:  US [ˈseɡweɪ] UK ['seɡweɪ]
  • v.«Μουσική» συνεχίζεται όπως και πριν από την επέκταση της συνεχούς και αδιάλειπτης
  • n."Le" να συνεχίσουν όπως πριν
  • WebΓραμμή? saigerui?
v.
1.
για να αλλάξετε ομαλά από ένα τραγούδι ή το θέμα της συζήτησης στο άλλο χωρίς διακοπή
  • 'Well you needn't'..segued into 'Foggy Mountain Breakdown'.
    Πηγή: Guitar Player