sedatives

Προφορά της λέξης:  US [ˈsedətɪv] UK ['sedətɪv]
  • adj.Συλλέγονται? Ηρεμία? Ανακούφιση από τον πόνο
  • n."Γιατρός" ηρεμιστικό? Παυσίπονο
  • WebΚατασταλτικό? Ηρεμιστικά? Δύο άλλα ηρεμιστικά
n.
1.
ένα φάρμακο που κάνει κάποιος πιο ήρεμη, ή να τους κάνει να κοιμούνται