scutate

Προφορά της λέξης:  UK ['skjuːteɪt]
  • adj."Μετακίνηση" η ασπίδα. Ασπίδα "Sik" (οβάλ)
adj.
1.
μοιάζει με ασπίδα
2.
καλύπτονται ή να προστατεύονται από την εξωτερική οστεώδη ή καυλιάρης πλάκες ή κλίμακες