saprophytic

Προφορά της λέξης:  US [sæprə'fɪtɪk] UK [sæprə'fɪtɪk]
  • adj.(Ωμό) σαπροφυτικών? Νεκρός παράσιτα? Ψοφίμι
  • WebΣαπροφυτικών? Σαπροφυτικών ορχιδέες κλάση σαπρόφυτο