ruthless

Προφορά της λέξης:  US [ˈruθləs] UK [ˈruːθləs]
  • adj.µΟρφών σκληρής σκληρή
  • WebΚρύο? ανάλγητη? σκληρή
adj.
1.
πρόθυμοι να κάνουν άλλους ανθρώπους που υποφέρουν, έτσι ώστε να μπορείτε να επιτύχετε τους στόχους σας