revulsion

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈvʌlʃən] UK [rɪˈvʌlʃ(ə)n]
  • n.Σε αηδία? Ναυτία? Πανικού
  • WebΑντιπαθούν? Η αναστάτωση? Μετάλλαξη
n.
1.
μια ακραία αίσθημα αντιπάθειας κάποιος ή κάτι που είναι τόσο δυσάρεστη ότι αισθάνεστε λίγο άρρωστος