retinoid

Προφορά της λέξης:  US ['retnˌɔɪd] UK ['retɪnɔɪd]
  • WebΡετινοϊκό οξύ και ρετινοϊκό οξύ και ρετινόλη
n.
1.
μια βιταμίνη Α που σχετίζονται με που προωθεί τη μεταγραφή του DNA.