restoring

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈstɔr] UK [rɪˈstɔː(r)]
  • v.Αναζωογόνηση των πόλεων· Καθορίσει? Αποκατάσταση του περιβάλλοντος· Πάρει πίσω
  • WebΑποκατάσταση του περιβάλλοντος· Ανάκτηση? Επαναφορά βάσης δεδομένων
v.
1.
να προκαλέσει μια συγκεκριμένη κατάσταση υπάρχει και πάλι, ειδικά μιας? να αρχίσετε να χρησιμοποιείτε κάτι όπως μια νόμος ή έθιμο και πάλι? να κάνει κάποιος που έχουν ένα συγκεκριμένο συναίσθημα και πάλι? να καταστήσει δυνατό για κάποιον να ιδεί, να ακούσει, κλπ. και πάλι
2.
να κάνει κάποιος ή κάτι έναρξη είναι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και πάλι
3.
να καθαρίσει και να επισκευάσει κάτι παλιά και βρώμικα ή κατεστραμμένο, έτσι ώστε να φαίνεται το ίδιο, όπως το έκανε αρχικά
4.
να δώσουμε κάτι που έχει χαθεί, λαμβάνονται ή κλαπεί πίσω στο πρόσωπο που ανήκει σε